- μουρντάρικος
- η , ο1) см. μουρντάρης; 2) грязный, запачканный, замаранный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουρντάρικος — και μουρδάρικος, η, ο [μουρντάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μουρντάρη 2. μουρντάρης … Dictionary of Greek
μουρδάρικος — η, ο βλ. μουρντάρικος … Dictionary of Greek